γιˬαραντὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαραντὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαραντὶ τό, Θρᾴκ. (Σουφλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaram = διχοτόμος.
Σημασιολογία
Τεχνητὸν κρηπίδωμα κατασκευαζόμενον διὰ νὰ ἀνακόπτη τὸν ροῦν τοῦ ποταμοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA