ἀνούσιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνούσιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνούσιος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ἀνούσιους βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνούσιος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀηδὴς τὴν γεῦσιν, ἐπὶ ἐδεσμάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Φαγεῖ ἀνούσιο. Σούππα ἀνούσια κοιν. Συνών. ἄνοστος 1, ἀντίθ. νόστιμος. 2) Μεταφ. ἀηδής, εὐτελής, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ λόγων πολλαχ.: Μὰ μὴ σοῦ λέει καὶ τίποτα; ὅλο κουβέντα ἀνούσια Κέρκ. Συνών. ἄνοστος β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/