ἀρσενικοχόρτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσενικοχόρτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρσενικόχορτο τό, Ζάκ. σερνικόχορτο Πελοπν. (Μάν.) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. (Λευκ. κ.ἅ.) σιρνικόχουρτου Β.Εὔβ. σιρ’κουχόρτ’ Στερελλ. (Λοκρ.) σιρκουχόρτ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.).

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρσενικὸς καὶ τοῦ οὐσ. χόρτο.

Σημασιολογία

Ἀρσενικοχόρταρο, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Νὰ φάς σιρκουχόρτ’ γιˬὰ νὰ κάμ’ς σιρκὰ Αἰτωλ. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/