γαˬιδουρο -
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουρο -
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
γαˬιδουρο- κοιν. γαιˬδ’ρου- βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Θέμα τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι.
Σημασιολογία
Δι᾿ αὐτοῦ ὡς πρώτου συνθετικοῦ σχηματίζονται Α) Ὀνόματα 1) Ἀνήκοντα εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀντικειμενικῶν συνθέτων, οἷον: γαιˬδουρογιˬατρός, γαιˬδουροδέτης, γαιˬδουροκλέφτης, γαιˬδουροκράχτης, γαιˬδουρολάτης κττ. 2) Ὀνόματα δηλοῦντα τὸν ἀνήκοντα εἰς ὄνον, οἷον: γαιˬδουρόμαντρα, γαιˬδουρόσταβλος κττ. ἢ τὸν προερχόμενον ἀπὸ ὄνον, οἷον: γαιˬδουρόγαλα ἢ γαιˬδουρόγαλο, γαιˬδουροκαβαλλῖνα, γαιˬδουροκαυκάλα, γαιˬδουροκοπριˬά, γαιˬδουρομασέλλα, γαιˬδουρομασελλάρα, γαιˬδουρόπετσο, γαιˬδουρόποδο, γαιˬδουροπροβεˬά, γαιˬδουροσάμαρο, γαιˬδουροτόμαρο, γαιˬδουρότριχα κττ. 3) Τὸν μέγαν, οἷον: γαιˬδουροελαιά, γαιˬδουρόκασσα, γαιˬδουροκοράκι, γαιˬδουροσκελίδα, γαιˬδουροσκελιδάρα, γαιˬδουροσκιλιδούκλα, γαιˬδουρόφωκια. β) Τὸν ἐμφανιζόμενον ἐν ὑπερβολῇ ἢ ἐν βαθμῷ ὑπερτάτφ, οἷον: γαιˬδουρόβηχας, γαιˬδουρόθερμη, γαιˬδουροκαλόκαιρο, γαιˬδουρόκρυο, γαιˬδουρομαΐστρος, γαιˬδουροφωνάρα κττ. 4) Τὸν ὁμοιάζοντα κατά τι πρὸς ὄνον, οἷον: γαιˬδουρολαίμης, γαιˬδουρομούρης, γαιˬδουρομούτρης, γαιˬδουρομούτσουνος, γαιˬδουροπόδης, γαιˬδουροπρόσωπος κττ. 5) Τὸν ἔχοντα ἠθικὴν ὁμοιότητα πρὸς ὄνον, δηλ. τὸν ἀγενῆ, βάναυσον, χυδαῖον κττ., οἷον: γαιˬδουράνθρωπος, γαιˬδουρογυναῖκα, γαιˬδουροκόριτσο, γαιˬδουρόπαιδο κττ. Β) Ρήματα 1) Ἀνήκοντα εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀντικειμενικῶν συνθέτων. οἷον: γαιˬδουρογυρεύω, γαιˬδουροδένω, γαιˬδουροζητῶ, γαιˬδουροκυνηγῶ, γαιˬδουροσαμαρώνω, γαιˬδουροφυλάω κττ. 2) Ρήματα σημαίνοντα μίμησιν, οἷον: γαιˬδοροβαστῶ, γαιˬδουροφέρνω κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA