γιˬαράντισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαράντισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαράντισμα τό, γιˬεράdισμα Κρήτ. (Κίσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬαραντίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γιˬεραdίζω.
Σημασιολογία
Δημιουργία, γέννησις, εἰς τὴν φρ. Διάλε, τὸ γιˬεράdισμά σου! (λεγόμενον εἰς ἀπειθῆ ζῷα ἢ ἀτακτοῦντα παιδία ὑπὸ τῶν ὀργιζομένων ἰδιοκτητῶν, γονέων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA