ἀρσίζης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσίζης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρσίζης ἐπίθ. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θήρ. Κέως Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σῦρ. (Ἐρμούπ.) ἀρτσίζης Κύπρ. ἀρσίζ’ς Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Μύκ. ἀρσούζης Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρσούης Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. 'Γραπ. Χαλδ.) Θηλ. ἀρσίζα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. -ΓΞενοπ. Κέντρον 126 ἀρσί’σσα Λέσβ. ἀρσούζαινα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) Οὐδ. ἀρχίζικο Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. arsiz.

Σημασιολογία

1) Θρασύς, ἀναιδής, αὐθάδης Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Κέως Κρήτ. Κύπρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μύκ. Νίσυρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Σίφν. Σῦρ. (Ἐρμούπ.) - ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν.: Δὲ bορῶ νὰ χωνέψω τὸν ἀρσίζη ἄθρωπο Θήρ. Ἀρσίζης εἶναι καὶ δὲ ᾽γροικᾷ ὅ,τι κιˬ ἀνὲ dοῦ λέμε Κρήτ. Παιδὶ ἀρσίζικο Μεσσ. Ἱμὲς οἱ ἀθρῶποι εἴμουστιν ἀρσούζηδοι Λιβύσσ. Ἀρσούζαινα γυναῖκα Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἀρσούζ’κον παιδὶν Τραπ. Χαλδ. Ἀρχίζικα παιδιˬὰ Σίφν. || Φρ. ᾽Ας σὸν ἀρσούζ’ ἐντροπὴν ἀραεύ’ς; (ἀπὸ τὸν ἀναιδῆ ζητεῖς ἐντροπήν;) Κοτύωρ. β) Ὁ λέγων ἢ πράττων αἰσχρὰ Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ.: Πολὺ ἀρσίζα εἶναι ἡ δεῖνα Ἀπύρανθ. γ) Ἀσελγὴς Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) δ) Αἰσχρός, ἐπὶ λόγων καὶ πραγμάτων Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσ. κ.ἀ.)Σῦρ. (Ἑρμούπ.): Λέγει ἀρσίζικα (ἑνν. λόγια) Ἑρμούπ. Μεσσ. ᾿Επῆεν τσαὶ ἔκαμεν ἀρσίζικα (ἐνν. πράγματα. ᾿Επὶ συνουσίας) Κύπρ. Ἔκαμέν της ἀρσίζικα αὐτόθ. Τ᾽ν ἔκαμι ἀρσίζ’κα Αἷν. 2) Οὐδ., ἀτίθασον Κρήτ.: Ἀρσίζικο μουλάρι. Πβ. ἀρσίζικος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/