ἀρσιζιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρσιζιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀρσιζιˬὰ ἡ, Ρόδ. ἀρσιζὰ Θήρ. ἀρσιτζὰ Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀρσίζης καὶ τῆς καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Θρασύτης, ἀναίδεια, αὐθάδεια ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εν ἐπῆαν σὰν ἀνθρῶποι, μοναχὰ ἐπῆαν μὲ τὴν ἀρσιτζὰ Σύμ. Συνών. ἀρσιζλάεμαν, ἀρσιζλίκιν 1. 2) Ἀταξία Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA