ἀντακκιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντακκιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντακκιˬάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. intaccare.
Σημασιολογία
Ἀρχίζω τι. Συνών. ἀντακκών-νω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA