γιˬαρένης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαρένης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬαρένης ὁ, γιˬαράνης Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬαρένης Ἀθῆν. (παλαιότ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αὐδήμ. Βιζ. Σαμακόβ. Σκόπ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Κάρπ. Κρήτ. Κῶς. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Προπ. (Κύζ. Μαρμαρ.) γιˬαρέν’ς Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) Δαρδαν. (Λάμψακ.) γιˬαρέντης Θράκ. (Σουφλ.) Κάρπ. Μακεδ. (Χαλκιδ) γιˬαρένdης Θεσσ. (Ἀνατ.) γιˬαρέντ’ς Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ. Κοζ. Πελεκᾶν. κ.ἀ.) γιˬερένης Ἀθῆν. (παλαιότ.) γιρέντ’ς Μακεδ. (Ἀρν. Γαλάτ. Ἐρατυρ. Κοζ. κ.ἀ. ) γιˬερέντης Θρᾴκ. (Σουφλ. κ.ἀ.) Μακεδ. γιˬαρίνης Πόντ. (Νικόπ.) Θηλ. γιˬαρένισσα Ἀθῆν. (παλαιότ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αὐδήμ. Βιζ. Γραβούν. Σαμακόβ Σκοπ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κῶς Προπ. (Κύζ) Ρόδ γιˬαρέν’σσα Ἴμβρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) γιˬαρέντ’σσα Μακεδ. (Ἄσσηρ. κ.ἀ.) γιˬαρενιˬὰ Θήρ. Οὐδ γιˬαρένικο Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaran = φίλοι, σύντροφοι, βοηθοί, ἐρασταί. Οἱ τύπ γιˬαρέντης καὶ γιˬερέντης πιθ. κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ συγγενοῦς λεβέντης.
Σημασιολογία
1) Φίλος, σύντροφος, ἑταῖρος: Θράκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κρήτ. Μακεδ. (Ἄσσηρ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οὶν. κ.ἀ.)|| Ἄσμ. Βουθᾶτε με, γιˬαρένηες, καὶ τὸ θεριˬὸ μὲ τρώει Κάρπ. Πῆτε μου, καραοκυροὶ καὶ σεῖς γιˬαρένηές του, ἄν εἶν’ ὀμπρός, νὰ μήχ-χολιˬῶ, κιˬ ὀπίσω, ν᾽ ἀλιμένω Κάρπ. (Ἔλυμπ.) β) Φίλος ποιμένος κατοικῶν εἰς τὴν πόλιν, μετὰ τοῦ ὁποίου ἀνταλλάσσει τὰ προϊόντα του Κῶς: Ὅλοι οἱ πιστικοὶ ἔχουν τοὺς γιˬαρένουες καὶ τὶς γιˬαρένισσές των. 2) Ἐρωμένος Ἀθῆν. (παλαιότ.) Δαρδαν. (Λάμψακ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αὐδήμ. Βιζ. Ἡρακλίτσ. Σαμακόβ. Σκόπ κ.ἀ.) Κάρπ. Μακεδ. (Ἀρν. Ἄσσηρ. Χαλκιδ.) Προπ. (Κύζ): Ἐγὼ γιˬαρέν’ τὸν εἶχα, δὲν τὸν εἶχα ἄντρα Ἠρακλίτσ. Ἡ παππαδιˬὰ εἶχεν ἕνανα γιˬαρένη Κύζ. ‖Ἄσμ. Ἐψὲς ποῦ ’σουν, γιˬαρένη μου, ποῦ ἤσουνα, καλέ μου; Σαμακόβ. Ἐσύ, γιˬαρένη μου, ποῦ ᾿ὰ πᾷς; ἐμένα ποῦ μ’ ἀφίνεις; Σκόπ. Νὰ διˬῶ κὶ τοὺ γιαρένη μου, τοὺν ἀγαπητικό μου, σὶ τί dαβέρνα κάθιτι, σὶ τί ὃμουρφου τραπέζι Χαλκιδ. - Κυπαρισσάκι μου ψηλό, τί στέκεις μαραμένου; - Ἔχασα τοὺ γιˬαρέντη μου, καὶ ποῦ νὰ τοὺν γυρεύου; αὐτόθ. Κόρη μ’ ποῦ ’ν’ ὁ καλός σου καὶ ὁ γιˬαρένης σου; Βιζ. Σκολᾷ κ᾽ ἐμ’ ὁ λεβέντης μου, | ὁ ρήγας κι ὁ γˬιαρέντης μου Κάρπ. Μωρὴ στραβοκορομηλιˬὰ ᾽ς τὴν ἀμπολὴ γερμένη, θέλεις καὶ σὺ ἀγαπητικό, θέλεις καὶ σὺ γιˬερένη; Ἀθῆν. (παλαιότ.) Δὲν ἔχει μάννα νὰ τὸν διˬῇ, ἀδέρφι νὰ τὸν κλάψῃ, μόν’ ἔχει τρεῖς γιˬαρένισσες καὶ τρεῖς γιˬαρενοποῦλες αὐτόθ. 3) Θωπευτικῶς, οἱοσδήποτε ὡραῖος καὶ ρωμαλέος ἄνθρωπος Θεσσ. (Ἀνατ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) Ἴμβρ. Κάρπ. Μακεδ. (Κοζ. Πελεκᾶν.): Ὅλου ζημίις εἴχαμι, γιˬαρέντη μ’, αὐτὴν τ’ χρουνιˬὰ Κοζ. Τοὺν γλέπου gουτζιˬὰμ γιˬαρέντ’ς, ἄκρα κιˬ ἄκρα ’ς τ’ gό’ κατὰ τὰ παραθύριˬα αὐτόθ. || Παροιμ. Τί τοῦ λείπει τοῦ γιˬαρένη, Μόν’ ἡ φούντα τὸν μαραίνει (ἐπὶ τοῦ ἐπιθυμοῦντος νὰ ἀποκτήση ἢ τοῦ φέροντος πρᾶγμα ἀνάρμοστον εἰς τὴν κοινωνικὴν του θέσιν) Θράκ. || ᾌσμ. Κ ’ ἕνας γιˬαρένdης ᾿ποὺ κουντὰ μούν᾿ τραγουδάει κὶ λέει Ἀνατ. Μιˬὰ κόρη, μιὰ γιˬαρέ’σσα, μιˬ’ ἀρχονdουθυγατέρα μιτάξιν ἰκαλάμιζι, σύρμα τοὺ μασουρίζει Ἴμβρ. Συνών. ἄγγελος Β2, ἄντρας 2, ἀσίκης 2β, λεβέντης, λεβεντιά, λεβεντουριˬά, ντεληκανής, ὄμορφονιˬός, παλληκάρι, παλλήκαρος. β) Ὁ κατὰ παράδοξον τρόπον φερόμενος, ὁ ἄστατος καὶ ἐλαφρῶς ἀσύνετος, ὁ παράτολμος Θήρ. Συνών. ἀντάλλαγος, ἄστατος, τρελλάκιˬας, τρελλοπαντιˬέρα. Ἀντίθ. γκρᾶς, μπεσαλῆς. γ) Γυναικομανὴς Προπ. (Μαρμαρ.) Συνών. γυναικάκιˬας, γυναικᾶς, κοριτσάκιˬας, ποδόγυρος. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬαρένης Ἀθῆν. Εὔβ. (Ψαχν. Θεσσ. (Βόλ.) Μακεδ. (Βέρ. Ἔδεσσ. Νεάπ. Νικήτ.) Πελοπν. (Ξυλόκ. Χώρ.), Γιˬαρέντης Ἀθῆν. Θεσσ. (Βόλ.) Πελοπν (Ἄργ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γιˬαρὲν Θεσσ. (Πήλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA