ἀντάκκιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντάκκιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντάκκιν τό, Κύπρ. ἀντάτιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ ρ. ἀντακκιˬάζω ἢ ἀντακκών-νω.

Σημασιολογία

Τμῆμα θεριζομένου ἀγροῦ, τὸ ὁποῖον καθορίζεται ὑπὸ τοῦ ἀρχιθεριστοῦ σχηματίζοντος διὰ τοῦ δρεπάνου στενὴν καὶ εὐθεῖαν δίοδον, ἢ τμῆμα ἀμπελῶνος μέλλοντος νὰ κλαδευθῇ ἢ νὰ τρυγηθῇ: Ἔβγαλαν ἕναν ἀντάτσιν (ἐθέρισαν κτλ.) || Φρ. Μὲν τὸν πκιˬάν-νῃς ἀντάτιν (μὴ τὸν στενοχωρῇς). || Παροιμ. Γούμενος καθούμενος μεˬάλ’ ἀντάτιˬα κόβκει (ὁ μακρὰν τῶν πραγμάτων εὑρισκόμενος δὲν ἔχει ὀρθὴν ἀντίληψιν τῆς πραγματικότητος καὶ τῶν δυσκολιῶν αὐτῆς). Συνών. ἔργο, λαμνί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/