γιˬαρὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαρὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαρὲς ὁ, Εὔβ. (Ἄκρ.) Θρᾴκ. (Κομοτ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) -Ν. Ἑστ. 25 (1939), 856 κ.ἀ. γιˬάρ’ Κύπρ. γιˬάριμι Σκῦρ Ἐκ τοῦ Τουρκ. yar = φίλος, σύντροφος, βοηθός, ἐραστής, ἐρωμένος. Ἡ καταλ. πιθαν. κατὰ τὸ σχετικὸν οὐσ. ἀμανές.

Ετυμολογία

Εἶδος ᾄσματος Τουρκικῆς τεχνοτροπίας καὶ μελῳδίας εἰς τὸ ὁποῖον παρεμβάλλεται συχνὰ ἡ φρ. γιˬαρὲμ - γιˬάρεμι - γιˬάριμι – γιάρ’ ἀμὰν ἔνθ’ ἀν.: Πῆρι ἕνα γιˬαρὲ π’ δὲ σώνεται Ἄκρ. || ᾎσμ.

Σημασιολογία

Καὶ ἂς τὰ τραγουδήσουμι κὶ τὰ ξινιτιμένα-γιˬάριμι, τὰ λιρουμένα, τ’ ἄπλυτα, τὰ θαλασσουβριμένα-πάριμι Σκῦρ. Γιˬάρ’ ἀμάν, ἀμάνο σου | κι ὁ νοῦς μ’ ἕν᾿ οὕλος πάνω σου Κύπρ. || Ποιημ. Ὅταν θὰ προσανάψουμε | τὸν ἀμανέ μας, τὸ γιˬαρέ μας Ν. Ἑστ., ἔνθ’ ἀν

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/