γιˬάρι (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬάρι (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬάρι τό, (Ι) ἀμάρτ. γιˬάρ’ Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ yar = φίλος, σύντροφος.

Σημασιολογία

Ἀγαπητὸν πρόσωπον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/