γαˬιδουρογεννημένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουρογεννημένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαˬιδουρογεννημένος ἐπίθ. σύνηθ. γαιˬδαρογεννημένος ΣΖαμπελ. Δημοτ. ᾌσμ. 667.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι καὶ τοῦ γεννημένος μετοχ. τοῦ ρ. γεννῶ. Τὸ γαιˬδαρογεννημένος διὰ τὸ γάιδαρος.
Σημασιολογία
Ὁ καταγόμενος ἀπὸ γένος πρόστυχον καἱ χυδαῖον σύνηθ.: ᾎσμ. Γιˬουσοὺφ Ἀράπη μασκαρᾶ, γαιˬδαρογεννημένε, σὰν ἦταν κλέφτες δυνατοί, τί πάγαινες κοντά τους; ΣΖαμπέλ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA