ἀρσιζλαεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσιζλαεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρσιζλαεύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ἀρσουζλαεύω Πόντ. (Σάντ Χαλδ.) ἀρσουζλεεύω Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. arsizlanmak.

Σημασιολογία

Φέρομαι ἀναιδῶς, θρασέως, ἀναισχυντῶ ἔνθ’ἀν.: Πολλὰ ἐρσουζλέεψεν τὸ παιδὶ σ᾽! Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/