ἀντακκών-νω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντακκών-νω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντακκών-νω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. intaccare.
Σημασιολογία
Ἀρχίζω τι, καταπιˬάνομαι μὲ κἄτι: Ἀντακκών-νουσιν εἰς τὸ θέρος τοῦ κλιθαρκοῦ (κριθῆς). Ἀντάκκωσα ᾽ς τὴν δουλε͜ιαν ἢ τὴν δουλε͜ιάν. Ἀντάκκωσες νὰ σπέρνῃς; ᾿Εν-ν᾿ ἀντακκώσῃ κ’ εἰος τὸ φαεῖν. Ἀντάκκωσα νὰ κουβαλῶ πέτρες. Ἀντακκώσαν νὰ συνάουν ἐλα͜ιές. Ἀντάκκωσέν τον.᾿ς τὸ ξύλον (συνών. φρ. τὸν ἄρχισε ᾿ς τὸ ξύλο) Μόλις ἀντακκώσαμε, νά σου ἦρτεν τσαὶ ’τσεῖνος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA