ἀρσιζλίκιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσιζλίκιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρσιζλίκιν τό, Λύκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ.) ἀρσουζλούκ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) ἀρσουζλούχ’ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἀρσιλ-λίκ-κιν Κύπρ. ἀρτσιλ-λίκ-κιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. arsizlik.

Σημασιολογία

1) Θρασύτης, ἀναίδεια, αὐθάδεια, ἀναισχυντία Λύκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.): Μὲ τ᾿ἀρσουζλούκ’ν ἀτ’ ἐσέβεν᾿ς σ᾿ ὁσπίτ’ (μὲ τὴν θρασύτητά του εἰσῆλθεν εἰς τὸ σπίτι) Κοτύωρ. Συνὠν. ἀρσιζιˬὰ 1, ἀρσιζλάεμαν. β) Αἰσχρότης Κύπρ. 2) Λαιμαργία Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/