ἀντάλλαγα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντάλλαγα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀντάλλαγα ἐπίρρ. ἀλλάνταβα Στερελλ. (Αἰτωλ. Κλών.) ἀλαφάνταλλα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀντάλλαγος.
Σημασιολογία
Ἄνευ τάξεως, ἄνευ προσοχῆς: Ὅ,τ᾿ κέ ἂν κά’ς, τοὺ κάν’ς ἀλαφάνταλλα. Μὴν παίρ’ς ἀλαφάνταλλα τοὺ πιδὶ ’ς τὰ χέριˬα σ’, θὰ τοὺ σκουτώῃς. Μὴν πααί’ς ἀλλάνταβα αὐτοῦ π᾿ πιρπατεῖς, θὰ πιδικλουθῇς κὶ θὰ πέῃς! Ἀλαφάνταλλα πιρπατεῖς, καηˬμένι, κόντιψις νὰ μὶ ξι’χιˬάῃς! Νὰ τρώς μὶ τοὺν τρόπου σ’, ὄ ἀλαφάνταλλα (μὶ τοὺν τρόπου σ’=εὐσχήμως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA