ἀνταλλαγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταλλαγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνταλλαγιˬάζω, ἀλαφανταλλιˬάζω Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀντάλλαγος ἢ τοῦ οὐσ. *ἀνταλλαγιˬά.

Σημασιολογία

Καθίσταμαι ἐπιπόλαιος: Ἀλαφαντάλλιˬασις καὶ σὺ τώρᾳ! Εἶνι ἀλαφανταλλιˬασμένου πιδὶ τώρᾳ κι’ κἄμπουσουν κιρό!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/