γαιˬδουρογυρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬδουρογυρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαιˬδουρογυρεύω Αἴγιν. Ἤπ. (Κόνιτσ.) Κεφαλλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πάρ. Πελοπν. (Κόκκιν. Σαραντάπ.) κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. Δημητρ. γαιˬδ'ρου’ρεύου Ἤπ. Θεσσ. Στερελλ. γαιˬδαρου’ρεύου Μακεδ. (Βέρ.) γαδαρογυρεύω Σίφν. Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι καὶ τοῦ ρ. γυρεύω.
Σημασιολογία
Ἀναζητῶ διαφυγόντα ἢ ἀπολεσθέντα ὄνον ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. Κάλλιˬο γαιˬδουρόδενε παρὰ γαιˬδουρογύρευε (ἔσο προνοητικὸς διὰ νὰ ἀποφύγῃς ταλαιπωρίας ὡς ὁ ἀμελῶν νὰ προσδέσῃ που τὸν ὄνον του καὶ ὕστερον ταλαιπωρούμενος εἰς τὴν ἀνεύρεσίν του) Αἴγιν. Κεφαλλ. Πάρ. Πελοπν. (Κόκκιν. Σαραντάπ.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. Συνών. γαιˬδουροζητῶ, γαιˬδουροκυνηγῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA