γαˬιδουρογυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουρογυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαˬιδουρογυρίζω Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν.) γαδιˬουρογυρίζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) γαιˬδαρου’ρίζου Σάμ.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
Ἐκ τοῦ οὐσ. Γαιˬδούρι καὶ τοῦ ρ. γυρίζω.
Σημασιολογία
1) Περιφέρω τινὰ ἔνοχον ἐπὶ ὄνου πρὸς διαπόμπευσιν Ἄνδρ. Σάμ. Συνών. γαιˬδουροκαθίζω 1. 2) Ἐμπαίζω, περιπαίζω Ἰων. (Κρήν.) 3) Ὑβρίζω Εὔβ. (Αὐλωνάρ.): Ἄν τόνε βροῦ, θὰ τὸνε γαδιˬουρογυρίσου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA