ἀρτευτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτευτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀρτευτὰ ἐπίρρ. Πελοπν. (Λάκων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀρτευτὸς < ἀρτεύω.
Σημασιολογία
Μετὰ φειδοῦς (οἱονεὶ ὡς φειδωλῶς τρώγει τις τὸ προσφάγιον): Ἀρτευτὰ νὰ τρώγῃς τὸ ψωμί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA