ἀρτεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρτεύω Κύθηρ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) -Λεξ. Δημητρ. ἀρτέγγου Τσακων. Μέσ. ἀρτεύομαι Θήρ. -Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ μεταπλασμοῦ τοῦ ρ. ἀρτύνω.
Σημασιολογία
1) Καρυκεύω φαγητὸν μὲ βούτυρον κττ. Κύθηρ.: Ἀρτεύομε τὰ μακαρόνιˬα. Τὸ φαεῖ εἶν᾿ ἀρτεμένο. 2) Δίδω εἴς τινα νὰ φάγῃ ἐν καιρῷ νηστείας φαγητὸν μὴ νηστήσιμον Τσακων. β) Ἐνεργ. καὶ μεσ. τρώγω πασχαλινὰ φαγητά, καταλύω τὴν νηστείαν, κρεοφαγῶ ἐν ἡμέρᾳ νηστησίμῳ Θήρ. Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) -Λεξ. Δημητρ.: Σὲ συμβουλεύω ν’ ἀρτέψῃς Λεξ. Δημητρ. Ἀρτεύτηκα ἀπὸ τὴ bρώτη μέρα Μάν. Ἀρτευτέρ᾿ ἔσι; (ἀρτυμένος εἶσαι;) Τσακων. Ἀρτεύθη ὁ ἄρρωστος (ἐδόθη εἰς αὐτὸν ἐν ἀναρρώσει ὅντα τροφὴ ἐκ κρέατος) Κύθηρ. || Φρ. Ἀρτεύτηκε ὁ ἄρρωστος (ἐχειροτέρευσεν ἡ κατάστασίς του. Ἡ σημασιολογικὴ χρῆσις ἐκ τῆς συνηθείας νὰ δίδουν εἰς τὸν ἀσθενῆ λιπαρὰν τροφήν, ὅταν ἐπιδεινωθῇ πλέον ἡ κατάστασίς του) Μάν. 3) Ἐχω γεῦσιν καλὴν Πελοπν. (Λακων.) Συνων. νοστιμίζω. 4) Τρώγω μετὰ οἰκονομίας ἐπὶ τῷ ἄρτῳ προσφάγιον, οἷον τυρόν, χοίρειον λίπος κττ. Πελοπν. (Λάκων.) Πβ. ἀρτύνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA