ἀνταλλάγμιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταλλάγμιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνταλλάγμιν τό, ἀμάρτ. ἀντιλλάγμιν Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντάλλαγμα. Διὰ τὸ ἀντιλλάγμιν ἰδ. ἀντάλλαγμα.
Σημασιολογία
Πρᾶγμα ἀποβαλὸν τὴν φυσικὴν αὐτοῦ ὄψιν: Ἀντιλλάγμιν ἐγένουμουν (ἐγενόμην ἐλεεινὸς ἔκ τινος νοσήματος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA