ἀντάμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντάμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀντάμα ἐπίρρ. ἐντάμα Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ.) Λυκ. (Λιβύσσ) Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ.) ἐντάμαν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σαράχ. Τραπ. κ.ἀ.) ἐντάμας Πόντ. ἀντάμα κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ.) Καλαβρ. Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν.) ἀdάμα πολλαχ. ἀντάμαν Πόντ. ἀντάμας Πόντ. ἀdάμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. ὀντάμαν Πόντ. (Χαλδ.) ᾿ντάμα Καλαβρ. (Καρδ.) Ρόδ. ᾿dάμα Λέσβ. Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φάρασ.) ᾿dάμας Μαριούπ. ἀνταμῶς Λεξ. Μπριγκ. ἀdαμῶς Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κεφαλλ. ἀνταμοῦ Πόντ. (Κερασ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀντάμα, παρ᾿ὃ καὶ ἐντάμα, ὃ ἐκ τῆς μεταγν. φρ. ἐν τῷ ἅμα. Πβ. Κορ. Ἄτ. 2,125. Ὁ τύπος ἀdάμι, ὅστις ὡς ἀντάμι καὶ ἐν Ἑρωφίλ. ἰντερμ. Α 148 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) κατὰ τὸ ὁμάδι, μαζί. Πβ. Ἐρωτόκρ. (ἔκδ. ΣΞανθουδ. 497). Τὸ ἀνταμῶς κατὰ τὰ πολλὰ εἰς -ὡς ἐπιρρ., τύπ δὲ ἐνταμῶς καὶ ἐν Ἐπαίν. γυναικ. 401 (ἔκδ. KKrumbacher). Τὸ ἀνταμοῦ κατ᾿ ἀναλογ. πρὸς ἄλλα εἰς -οῦ ἐπιρρ. Τύπ. ἐνταμοῦ παρὰ Δουκ. (λ. μποῦφα).

Σημασιολογία

1) Ὁμοῦ, μαζὶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ.) Καλαβρ. (Καρδ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Μαριούπ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σαράχ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Εἶμαι-ἔρχομαι-κοιμοῦμαι-πέφτω-πηγαίνω-πίνω-τραγουδῶ-τρώγω ἀντάμα κοιν. Νὰ πάτε ἀdαμῶς ἴσαμ’ ἐκεῖ Ἀργυρᾶδ. Ὅλοι ἀντάμα (σύμπαντες) Ζάκ. Κάπου σ᾿εἶδα, κἄπου μ᾿εἶδες, κἄπου ψουμὶν ἐφάαμεν ἀντάμα Κύπρ. Πάντα ἐντάμαν πορπατοῦνε ἀούτα τὰ δύο ἀδέλφ Τραπ. Ἐντάμα νὰ πάμε ’ς σὀ γιαλὸ Ὄφ. || Φρ. Δὲν ἀφίν’ τὰ δυὸ ἀντάμα (δὲν ἀφίνει κἀνένα ἥσυχον) Μακεδ. (Κοζ.) Δὲ μ᾿ ἄφ’σις τὰ δυˬὸ ἀντάμα ’δῶ μέσα (τὰ ἀνακάτωσες ὅλα) Ἤπ. (Ζαγόρ.) || Παροιμ. φρ. Ἀντάμα κουβεντιˬάζουμε καὶ χώριˬα ἀκούμε (ἐπὶ κακῆς συνεννοήσεως συνομιλητῶν) πολλαχ,. Ἀντάμα δὲ μονο͜ιάζομε κ’ ἡ χωρισιˬὰ κακή’ ναι (ἐπὶ φιλονικούντων καὶ πάλιν συμφιλιουμένων) Πελοπν. (Βυτιν.) κ.ἀ. || ᾊσμ. Ἄχι, καὶ πῶς τὰ ξέχασες τὰ κάμαμεν ἀdάμα κ᾿ ἐδὰ λυπᾶσαι τὸ χαρτὶ νὰ πέψῃς ἕνα γράμμα Κρήτ. Ἐσύ ᾽σαι τ᾿ ἄνθι τῆς μηλεˬᾶς, τῆς λεμονεˬᾶς τὸ φύλλο, ἐσύ ᾽σαι ποῦ γεννήθηκε; ἀντάμα μὲ τὸν ἥλιˬο Ἤπ. Στρατέτες καὶ πραγματευτὴς δύο ἀντάμαν πάνε Πόντ. Συνών. ἀλλάι Β1, μαζί, ὁμάδι. 2) Μεταξὺ Χίος: Ἀντάμα των. Συνών. ἀνάμεσα 1, ἀναμεσῆς1, ἀναμεσικῶς, ἀναμεσοθεˬό, ἀνάμεσον 1, ἀναμεταξὺ 1. 3) Μόλις Πόντ. (Κερασ.): Ἀνταμοῦ ἕναν ηὗρα. 4) Εὐθὺς ὡς Πόντ. (Κερασ.): Ἀνταμοῦ εἶπ’ ἀτο, ἔρθεν κ’ ἐκεῖνος. 5) Ὡς πρόθ. μετά, συντασσόμενον μετὰ γενικῆς Καππ. (Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Κάρπ. Πόντ. (Κοτύωρ) Χίος: Νὰ μὴ μιλῇς πλεˬόν ἀντάμα μου Κάρπ. Τὴν δαπάνα σ’ ἔπαρ’ἐντάμα σ’ (δαπάνα=ἐφόδια) Κοτύωρ. ’Γὼ εἶμαι ’dάμα του Φάρασ. Ἡ πεντάμορφη σαφοῦ δὲν μπόρ’ σεν νὰ ποίκ’ τὴν γνώμη τ᾽, ἀποφάσισε νὰ φύγῃ κ᾿ ἐτούτ’ ’dάμα τ᾿ (σοφοῦ=ἐπειδὴ) Σινασσ. Συνών ἅμα Α3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/