ἀνταμάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταμάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνταμάκι τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντάμης.

Σημασιολογία

1) Ἄνθρωπος κομψός. 2) Ἄνθρωπος γενναῖος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/