γαˬιδουροζέστη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουροζέστη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαˬιδουροζέστη πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ ζέστη.

Σημασιολογία

1) Μεγάλη ζέστη, ὑπερβολικὸς καύσων. Συνών. γαιˬδουρόκαψα. 2) Γαιˬδουροκαλόκαιρο, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/