ἀρτιρdίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτιρdίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρτιρdίζω Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Κρήτ. κ.ἀ. - Λεξ. Βυζ. ἀρτιρdίζου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀτιρdίζω Κρήτ. ἀρτιρίζω Κρήτ. ἀρτιρίζου Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Μακεδ. (Γκιουβ. Πάγγ. Φλόρ. Χαλκιδ.) ἀρτιρίρω Κρήτ. ἀρτιρτίν-νου Λύκ. (Λιβύσσ.) τιριἰι'ζω Μεγίστ. τιρdίτζω Σύμ. τ-τιρdίζω Ρόδ. τ-τιρτίζω Ρόδ. ἀρταρdῶ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἀρτιρῶ Κύπρ. ἀρτιράω Ἤπ. ἀρτιρνῶ Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Σιάτ.) ἀρτιρνάου Μακεδ (Λακκοβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. arttirmak.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Αὐξάνω, πολλαπλασιάζω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. (Βέρ. Γκιουβ. Λακκοβ. Πάγγ. Σιάτ. Φλόρ. Χαλκιδ.) Σύμ.: ᾌσμ. Ἄν εἶν' ἀπὸ τοὺς δούλους μου λουφὲ νὰ τ’ ἀρτιρίσου κιˬ ἂν εἶν᾽ ἀπὸ τοὺς σκλάβους μου νὰ τὸν ξελευτερώσου Φλόρ. Ἀρτίρισέ μου τὴν ταγὴ σαράντα πέντε χοῦφτες Χαλκιδ. Συνών. ἀβγατένω Β1, ἀβγατίζω Β1, ἀρτουρεύω, περισσεύω. 2) Προσφέρω περισσότερα, ὑπερτιμῶ, πλειοδοτῶ ἐν πλειστηριασμῷ Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ. - Λεξ. Βυζ. ’Σ τὸν πλειστηριασμὸ βγάλανε τὰ μοναστηριˬακὰ καὶ δὰ πάω κ’ ἐγὼ ν᾿ ἀρτιρίρω Κρήτ. Ἀρτίρισα τσ’ ἔπκιˬασά το ’ποὺ τὸν τελ-λάλην Κύπρ. Β) Ἀμτβ. 1) Πληθύνομαι, πολλαπλασιάζομαι, περισσεύω Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Κὺπρ. Μακεδ. (Γκιουβ.) Μεγίστ. Σύμ.: Ἀρτ’ρίζ’ τοὺ ψουμὶ Γκιουβ. ᾿Εν τοῦ ἀρτιρᾷ δεκάρα Κύπρ. ᾽Εφάαν πέντε ἀνθρώποι ᾿ποὺ τὸ φαεῖν ταὶ ἀρτίρισεν ἀκόμη αὐτόθ. Συνων. ἀβγατένω Α 1, ἀβγατίζω Α 1 2) Ὑπολείπομαι ὡς περίσσευμα, πλεονάζω Μακεδ. (Βλάστ.) Μεγίστ. Παροιμ. φρ. ἀρτιρνάει ἀπ’ τοῦ λύκου νὰ φάῃ κιˬ οὑ Καραμάντς Βλάστ. Συνών. ἀρτιρίσκω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/