ἁψούδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψούδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁψούδα ἡ, Κρήτ. (Βιάνν.)
Ετυμολογία
Ἴσως ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁψύς.
Σημασιολογία
Ἡ λ. ἀγνώστου σημασίας λέγεται ἐν ἐπῳδ.: Ἐπεράσανε μάισσες, τριμάισσες, ἁψοῦδες, μαλλιˬαροῦδες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA