ἀρτιρίσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτιρίσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρτιρίσκω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. artirmak καὶ τῆς καταλ. -ίσκω.

Σημασιολογία

Περισσεύω, πλεονάζω: ᾎσμ. Μάννα μου, ᾿ς τὸ ἀφ-φάλιν σου ἔχεις χρυσῆν μαλ-λούδαν, τρεῖς γύρους τὴνε ζών-νεσαι τιˬ ἀκόμη ἀρτιρίσκει. Συνών. ἀρτιρdίζω Β2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/