γιˬαρντιμτζὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαρντιμτζὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαρντιμτζὴς ὁ, ἐνιαχ. γιˬαρdιμτζῆς Θρᾴκ. (Καλαμ. Μάδυτ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Σάμ. (Κουμαδαρ. Μαραθόκ.) γιˬαρdιμιζῆς Μύκ. γιˬαρδιμτζῆς Μεγίστ. γιˬαρντουμτζῆς. Ἀδραμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yardimci = βοηθός. Διὰ τὸν τύπ. γιˬαρdιμιζῆς βλ. Σ. Μάνεση, Τροπὴ τῶν συμφώνων τσ καὶ τζ εἰς σ καὶ ζ, Λεξικογρ. Δελτ. 10 (1964-65), 97-179.

Σημασιολογία

Βοηθός ἐπίκουρος: Ἄ μὄρθουν οἱ γιˬαρdιμτζῆδις, θὰ γλυτώσω Κουμαδαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/