γιˬάρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬάρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬάρος ὁ, (Ι) Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ) –Α.Μηλιαρ 332 Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ, 11 Δ. Καββάδ., Βοταν. Φυτολ. Λεξ. 575.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. ἴαρον.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν Ἀρίσαρον τὸ κοινὸν (Arisarum vulgare), τῆς οἰκογ. τῶν Ἀροϊδῶν (Araceae)-Δ. Καββάδ. ἔνθ’ ἀν. 2) Τὸ φυτὸν Ἄρον τὸ ἰταλικὸν (Arum italicum) ἐπίσης τῆς οἰκογ. τῶν Ἀροϊδῶν (Araceae) Κέρκ.- Δ. Καββάδ. ἔνθ’ ἀν. Συνών δρακόντι, δρακοντιά, καπασούριˬα, κατσούλας, φιδόχορτο. β) Τὸ ἀνθοφόρον στέλεχος καὶ κατόπιν ἡ ταξικαρπία σπάδιξ τοῦ ἄρου (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ.).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/