ἀρτοκλασία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτοκλασία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀρτοκλασία ἡ, κοιν. ἀρτουκλασία βόρ. ἰδιώμ. ἀρτοπλασία σύνηθ. ἀρτουπλασία Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἀρτοπλασιˬὰ Ρόδ. ἀρτοκλησία Ἤπ. ἀρτουκλησία Ἤπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν οὐσ. ἀρτοκλασία. Τὸ ἀρτοπλασία ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ρ. πλάθω, τὸ δὲ ἀρτοκλησία πρὸς τὸ ἐκκλησία.
Σημασιολογία
1) Θρησκευτικὴ τελετὴ καθ’ ἣν ὁ ἱερεὺς ἐν τέλει τοῦ ὄρθρου καὶ πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς λειτουργίας εὐλογεῖ πέντε ἄρτους, οἶνον καὶ ἔλαιον, εὐχόμενος ἵνα πληθύνωνται ταῦτα εἰς τοὺς οἴκους τῶν ἐορταζόντων, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν τούτους κοι.ν.: Σήμερα ἀργήσαμε᾽ς τὴν ἐκκλησία, γιˬατὶ εἴχαμε ἀρτοκλασία. β) Ἡ παρασκευὴ τῶν ἄρτων τῆς αρτοκλασίας Σάμ. Σῦρ. (Ἐρμούπ.) κ.ἀ. γ) Οἱ πέντε ἄρτοι οἱ εὐλογούμενοι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πολλαχ.: Ἀποβραδὺς κάνουνε ἀρτοπλασίες Κεφαλλ. Ἔστειλε᾽ς τὴν ἐκκλησία μιˬὰν ἀρτοκλασία αὐτόθ. Συνών. ἀντίδωρο 3, ἄρτος 5. 2) Σκεῦος εἰς τὸ ὁποῖον τίθενται οἱ ἄρτοι τῆς άρτοκλασίας, ὁ οἴνος καὶ τὸ ἔλαιον Ἄθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA