ἀνταμοιβὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταμοιβὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνταμοιβὴ ἡ, λόγ. κοιν. ἀdαμοιβὴ Κεφαλλ. ἀdιμοιβὴ Κεφαλλ. ἀντιμοιδὴ Παξ. ἀdιμοιδὴ Κρήτ. ἀgιμ’δὴ Λέσβ. ἀdιδοιμὴ Κρήτ. ἀdινεβὴ Κρήτ. (Ἔμπαρ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀνταμοιβή. Τύπος ἀντιμοιβἡ καὶ μεσν. ἐν Χρον. Μορ. Τ 692 (ἔκδ. Schmitt) κατ’ ἀποκατάστασιν τῆς προθ. ἀντί, δι᾿ ἣν ἰδ. ρ. ἀντιμέβω ἐν λ. ἀνταμείβω. Διὰ τὸ ν τοῦ ἀdινεβὴ παρὰ τὸ μ ἰδ. ἀνταμείβω. Ὁ τύπ. ἀdιδοιμὴ κατ’ ἀμοιβαίαν μετάθεσιν τῶν ἐφεξῆς μ καὶ δ ὡς καὶ δειλινὸ-λειδινὸ κττ.
Σημασιολογία
1) Ἀνταπόδοσις ὑπηρεσίας, ἁντιστάθμισμα, ἀμοιβὴ ἐπὶ καλοῦ κοιν.: Γιˬὰ καλὴ ἀdαμοιβὴ (πρὸς ἀνταμοιβὴν) Κεφαλλ. Αὐτὰ ὅλα τά ᾿καμε γιˬὰ νά ᾽χῃ τὴν ἀντιμοιδή του Παξ. || ᾎσμ. Μηγάρις δὲν σοῦ τά ᾽στειλε ἀdιδοιμὴ νὰ γένῃ; Κρήτ.-Ποιήμ. Καὶ πλέκω δάφνης στέφανο ’ς τὸν πεˬὸ τρανὸ ἀπ’ τοὺς ἄλλους, ποῦ ἀνάθεμα τοῦ ἐρρίξανε γιὰ μόνη ἀνταμοιβὴ ΓΣτρατήγ. Τί λέν τὰ κύμ. 113. 2) Ἀνταπόδοσις κακοῦ, ἐκδίκησις, τιμωρία Κρήτ. Λέσβ.: Φρ. Ἀgιμ’δὴ νὰ τό βρῃς! (εἴθε νὰ τιμωρηθῇς!) Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA