γιˬασὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬασὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬασὰ ἡ, Λέσβ. (Μανδαμᾶδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιφων. γιˬάσα.
Σημασιολογία
Συντονισμένη ὁμαδικὴ προσπάθεια διὰ τὴν καθέλκυσιν πλοίου ἢ ἀνέλκυσιν τράτας ρυθμιζομένη διὰ τοῦ ἐπιφώνηματος γιˬασά. β) Οἰαδήποτε ὁμαδικὴ προσπάθεια: Σ ’κουνόμαστι, κάνουμι μιὰ γιˬασὰ καὶ τοὺ σκάβγουμε. Νὰ σκουθοῦμι ὕστιρα μὶ τ’ δρουσιˬά, νὰ κάνουμι μιˬὰ γιˬασά, νὰ τὸν βγάλουμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA