γιˬασακτσῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬασακτσῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬασακτσῆς ὁ, Ἤπ. (Κουκούλ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) γιˬασακτζῆς Ἤπ. (Ζαγόρ.) γιˬασαξῆς Ἰων. (Βουρλ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) διˬασακτζῆς-Λεξ. Βάιγ. Λάουνδ. διˬασαχτζῆς Στερελλ. (Περίστ.) -Μακρυγ., Ἀπομν. 2,21 διˬασαξῆς Ἤπ. Κρήτ. (Βιάνν. Σητ. κ.ἀ.) Θηλ. διˬασαξῖνα Κρήτ. (Βιάνν. Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yasakci = ὑπάλληλος, συνήθως ἔνοπλος, ἐπιφορτισμένος μὲ τὴν εἰσαγωγὴν προσώπων εἰς ὑψηλὰ τοιαῦτα. Διὰ τὸν τύπ. διˬασακτσῆς πβ. γιˬασάκι-διˬασάκι Ὁ τύπ. διˬασακτζῆς καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Τοῦρκος στρατιώτης διατεθειμένος εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν χριστιανικῶν προξενείων, μητροπόλεων κλπ. κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς τουρκοκρατίας καὶ ἐπιφορτισμένος νὰ ἐκτελῇ χρέη θυρωροῦ καὶ κλητῆρος καὶ νὰ ἐπιβλέπη εἰς τὴν τὴρησιν τῶν ἀπαγορευτικῶν διατάξεων καὶ γενικῶς τῆς τάξεως ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ γιˬασαξῆς τοῦ προξενείου Βουρλ. Πήγαμε ’ς τὴ Μητρόπολη καὶ μᾶς μπόδισε ὁ γιˬασακτσῆς Ἤπ. Φύλαγαν ἀπόξω τὴν πόρτα οἱ διˬασαχτζῆδες οἱ Τοῦρκοι τοῦ κονσόλου καὶ ἄλλοι Τοῦρκοι Μακρυγ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών καβάσης, κλητήρας. β) Ἰδιωτικὸς σωματοφύλαξ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν προύχοντος κατὰ τὴν ἐποχὴν τὴς τουρκοκρατίας Κύπρ. 2) Ἐλεγκτὴς Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Δὲ σ᾽ ἔβαλα διˬασαξῆ, νὰ μοῦ λὲς εἶdα νὰ κάνω Σητ. Ἅμα σὲ βάλωμε διˬασαξῖνα, θὰ κάνωμε ὅ,τι θὰ μᾶσε λὲς αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Σ τοῦ Διασαξῆ Βιάνν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA