γιˬασαντίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬασαντίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬασαντίζω ἀμάρτ. γιˬασιαdίζου Σαμοθρ. γιˬασατίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬασατοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬασατϊῶ Καππ. (Φάρασ.) γιˬασατῶ Καππ. (Φλογ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. Y a s a m a k ₌ ζῶ.

Σημασιολογία

1) Ζῶ, διάγω βίον Καππ. (Φάρασ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) 2) Εὐ- δοκιμῶ, προκόπτω Σαμοθρ Τίτα τὰ δέdαα ’ζ dοὺ dόπου μας, ὅσου νὰ τὰ πουλ’μᾶς, δὲ γιˬασιαdίζ’ (αὐτὰ τὰ δένδρα ὅσο καὶ ἂν τὰ φροντίζης, δὲν προκόπτουν). 3) Ἀναρρωννύω Φλογ.: Ὀμουτσούζ ᾽ναι, δὲ γιˬασατᾶ, ὅ,τ’ νὰ γιˬασατίσ’ δὲν ᾽ναι, νὰ βγῇ ’ή τ᾽ (= νεκρὸς εἶναι, δὲν γίνεται καλά, δὲν εἶναι νὰ γιάνῃ, θὰ βγῇ ἡ ψυχή του).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/