ἀνταμωμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταμωμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνταμωμὸς ὁ, Μῆλ. Νάξ. (Βόθρ) ἀdαμωμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνταμώνω.

Σημασιολογία

Ἀντάμωμα 2: ’Σ τὸν ἀνταμωμὸ θὰ σοῦ πῶ Βόθρ. ’Σ τὸν ἀνταμωμό μας πάλι τὰ ξαναλέμε Μῆλ. || Φρ. Νά ’χωμε καλὸν ἀνταμωμό! αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/