ἀνταποδίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταποδίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνταποδίνω, ἀνταποδίδω λόγ. σύνηθ. ἀνταποδίνω -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀdαποδίνω Λευκ. Πελοπν. (Λάκων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀνταποδίδωμι.
Σημασιολογία
1) Ἀποδίδω ἀμοιβαίως χάριν, εὐεργεσίαν λόγ. σύνηθ.: Ὁ γαμπρὸς ἀdαποδίνει τῆς νύφης τόσες ἐλα͜ιὲς Λευκ. 2) Ἀποδίδω ὅ,τι ἔπαθον λόγ. σύνηθ.: Τοῦ ἀνταποδίνω τὰ ἴσα λόγ. σύνηθ. Μοῦ σκότωσε τὸν πατέρα, τοῦ τὸ ἀdαπόδωσα μὲ τὸ παραπάνω (ἐξεδικήθην) Πελοπν. (Λάκων.) || Φρ. ᾿Ο Θεὸς νὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσῃ! (εὐχὴ ἢ καὶ ἀρὰ) λόγ. σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA