ἀρτοφόρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτοφόρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρτοφόρι τό, ἀρτοφόριˬο πολλαχ. ἀρτοφόρι κοιν. ἀρτοφόρ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀρτοφόριον.

Σημασιολογία

1) Ἱερὸν σκεῦος ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης εἰς τὸ ὁποῖον φυλάττεται ὁ πρὸς μετάληψιν προωρισμένος ἡγιασμένος ἄρτος εἰς μικρὰ τεμάχια τετμημένος κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ποίημ. ’Σ τὰ λαβωμἑνα χέριˬα του βαστοῦσ’ ἕνα βαρέλλι πὄκλε͜ιε μέσα θάνατο, φωτιˬὰ κιˬ ἀπελπισία . . . σὰν νά ’ταν ἅγιˬα τράπεζα, σὰν νά ’ταν άρτοφόρι, ἐπίθωσ’ ὁ καλόγηρος ἐπάνω τὸ ποτήρι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,74. β) Μικρὰ ξυλίνη πυξὶς φέρουσα ἐπὶ τῆς ἄνω ἐπιφανείας τοῦ πώματος εὶκονισμένην τὴν Παναγίαν. Ἐπὶ τούτου τὰς Κυριακὰς καὶ ἄλλας μεγάλας ἑορτὰς τίθεται τριγωνικὸν τεμάχιον προσφορᾶς φέρον τὰ μονογράμματα ΜΡ ΘΥ (μήτηρ Θεοῦ) καὶ κατόπιν συντόμου θρησκευτικῆς τελετῆς ἐν τῷ ἑστιατορίῳ περιφέρεται ὡς ἔχει ἐπ᾽ αὐτοῦ εἰς τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἀπογεύονται ἐξ αὐτοῦ μικρόν τι τεμάχιον. Τὸ ὑπόλοιπον κατατίθεται ἐν τῇ πυξίδι Ἄθ. γ) Δίσκος ἐν ᾧ τίθεται τὸ μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας διανεμόμενον εἰς τοὺς πιστοὺς ἀντίδωρον Κρήτ. 2) Μικρὸς ἄρτος τῆς ἀρτοκλασίας, ἤτοι εἰς τὴν τελετὴν ταύτην ἐκτὸς ἐνὸς μεγάλου ἄρτου προσάγονται καὶ ἕτεροι πέντε μικροί, τὰ ἀρτοφόριˬα, ἔχοντες σχῆμα μικρᾶς προσφορᾶς, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν τελετὴν προσφέρονται τιμῆς ἕνεκα εἰς τοὺς ψάλτας ἢ ἄλλους σεβαστοτέρους ἢ διὰ τὴν ἡλικίαν ἢ τὴν κοινωνικὴν θέσιν Κρήτ. Συνών. ἀρτόψωμο 2. 3) Λυχνία ἑπτάφωτος ἡ ὁποία κατὰ τὴν τελετὴν τῆς ἀρτοκλασίας τίθεται ἐπὶ τοῦ ἄρτου Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/