ἀνταπολογοῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταπολογοῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνταπολογοῦμαι ἀμάρτ. ἀντιπολοοῦμαι Κύπρ. ’ντιπολοοῦμαι Κάρπ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀνταπολογοῦμαι.

Σημασιολογία

1) Ἀνταπαντῶ Κάρπ.: ᾎσμ. Κ’ εἰς τὴν ἀνεϋρίαν μου κ’ εἰς τὸ τραούισμά μου, μάννα μου, ὁ πρωτοθεριστὴς ’ντιπολοήθηκέν μου. 2) Ἀντιλέγω, ἀπαντῶ αὐθαδῶς Κύπρ.: Ἡ δούλα μας οὕλ-λον τιˬ ἀντιπολοᾶται. Ὁ γιˬὸς ἀντιπολοᾶται τοῦ τσυροῦ. Ἔν’ ἀντροπὴ ν’ ἀντιπολοᾶσαι τοῦ θκε͜ιοῦ σου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/