ἄρτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἄρτσα ἡ, Πελοπν. (Κυνουρ. Μαντίν.)
Ετυμολογία
Ἀγνωστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Ξυλίνη σφαῖρα χρησιμοποιουμένη ἐν τῇ ὁμωνύμῳ παιδιᾷ, καθ’ἣν χαράσσεται μέγας κύκλος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους καὶ ἐπὶ τῆς περιφερείας αὐτοῦ ὀρύσσονται μικροὶ λάκκοι λεγόμενοι πίτσιˬα. Εἶς τῶν παικτῶν διὰ κλήρου ὁριζόμενος λαμβάνει τὴν σφαῖραν, οἱ δὲ λοιποὶ καταλαμβάνουν τὰ ὶσάριθμα πίτσιˬα, ἐνῷ δὲ ὁ πρῶτος προσπαθεῖ νὰ ὠθήσῃ αὐτὴν διὰ τῆς ράβδου ἐντὸς τοῦ κύκλου, οἱ ἄλλοι διὰ τῶν ράβδων των προσπαθοῦν νὰ τὴν ἀπωθήσουν φροντίζοντες συγχρόνως ὥστε ὁ ἔχων τὴν σφαῖραν νὰ μὴ καταλάβῃ διὰ τῆς ράβδου του τὸ πίτσι των, ὅταν εἶναι κενόν. Ἄν δὲν τὸ κατορθώσουν μεταβάλλουν θέσεις, ὁ δὲ μείνας χωρὶς πίτσι ἀναλαμβάνει τὴν σφαῖραν καὶ οὕτω συνεχίζεται ἡ παιδιά. Συνών. γουρουνίτσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA