ἀρτσέντο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτσέντο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρτσέντο τό Ἀθῆν. Πελοπν (Ἀχαΐα Καλάβρυτ. Σουδεν. Τρίκκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν οὐσ. ἀρσέντο.
Σημασιολογία
1) Ὁ διχλωριοῦχος ὑδράργυρος τῆς χυμείας (ἡ ἄχνη τοῦ ὑδραργύρου) κοινὸν ἄλλοτε λευκὸν ψιμμύθιον ὡς γαλάκτωμα μεθ’ ὕδατος ἢ ὡς ἀλοιφὴ Ἀθῆν. Συνών. σουλιμᾶς. Μεταφ. ἐπὶ πραγμάτων ἐχόντων λίαν πικρὰν γεῦσιν Πελοπν. (Ἀχαΐα Καλάβρυτ. Σουδεν. Τρίκκ.): Τ᾿ ἀγγούρι-τὸ μύγδαλο εἶναι ἀρτσέντο. 2) Μέτων. ἄνθρωπος πικρόχολος Πελοπν. (Ἀχαΐα): Τὸν ἔκαμες ἀρτσέντο μὲ τὰ λόγιˬα σου. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA