γαˬιδουροκέφαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουροκέφαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαˬιδουροκέφαλο τό, πολλαχ. γαιˬδ’ρουκέφαλου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαδουροκεφαλο ἐνιαχ. γαδουρουκέφαλου Μακεδ. (Χαλκιδ.) γαιˬδουρουτσέφαλου Στερελλ. (Ἀράχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ κεφάλι.

Σημασιολογία

1) Κεφαλὴ ὄνου συνήθως ἥ γυμνὴ σαρκῶν, κρανίον ὄνου ἔνθ' ἀν.: ᾎσμ. Τοὺν στρώνου δῶ, τοὺν στρώνου ᾿κεῖ, | τοὺν στρώνου ὄξου ᾿ς τὴν αὐλή, τοὺν βάζου κὶ προυσκέφαλου | ἕνα γαδουρουκέφαλου Χαλκιδ. 2) Χάρτης διευθετημένος εἰς σχῆμα κεφαλῆς ὄνου καὶ τιθέμενος εἰς τὴν κεφαλὴν παιδίου πρὸς τιμωρίαν Λεξ. Αἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/