ἀντάριˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντάριˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντάριˬασμα τό, Παξ.-ΜΤσιριμώκ. ᾿Εκ βαθ. 68 ΚΠαρορ. Κόκκιν. τραγ. 49.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνταριˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ταραχή, θόρυβος Παξ.-ΚΠαρορ. ἔνθ’ ἀν.: Ἤρθανε ἀπόψε νὰ μᾶς κλέψουνε τσοὶ κόττες, ἀπάνω ᾿ς τὸ ἀντάριˬασμα δυˬὸ ξεφύγανε κιˬ ἀνεβήκανε ’πάνω ’ς τὴν ἐλα͜ιὰ Παξ. Μέσα ’ς τὸ σπίτι ἀκούγεται κάπο͜ιο ἀντάριˬασμα, ἔπειτα σβήνει κάθε θόρυβος ΚΠαρορ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνταρι ασμὸς. 2) Μεταφ. ζόφος, σκοτείνιασμα ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Νο͜ιώθω τοῦ χινόπωρου τὴν ἀνατριχίλα, καταχνιˬὰ κιˬ᾿ ἀντάριˬασμα καὶ ψυχῆς μαυρίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/