ἀρτσιβούρτσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτσιβούρτσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρτσιβούρτσι τό, σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) ἄρτσι -βούρτσι πολλαχ. ἄρτσ’ - βούρτσ’ Β.Εὔβ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρτσιμπούρτσι Λεξ .Δημητρ. ἄρτζι - μπούρτζι Ἀθῆν. ἄρτσε - βούρτσε Ἤπ. ἄρσι - μούρσι Σύμ. ἄρτσα - βούρτσα Ἤπ. ἀρτσιβούριˬο Κυκλ. ἄρτζι - μποὑρτζι ᾽Αθῆν. ἄρτσε - βούρτσε Ἤπ. ἄρσι - μούρσι Συμ. ἄρτσα - βούρτσα Ἤπ. ἀρτσιβούριο Κυκλ. (Θήρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀρτσιβούριν. Πβ. Δουκ. (λ. ἀρτζηβούριον).

Σημασιολογία

1) Ἡ ἑβδομὰς τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καθ’ ἣν καταλύεται ἡ νηστεία τὴν Τετάρτην καὶ Παρασκευὴν (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Ἀρμενίους, ὧν καὶ ἡ λέξις, οἱ ὁποῖοι νηστεύουν ὅλην τὴν ἑβδομάδα) σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.): Φρ. Δὲν ἔχουμι ἄρτσ’- βούρτσ’ (δὲν ἔχομεν φαγοπότι) Αἰτωλ. || Παροιμ. Ἀρτσιβούρτσι τό ’λεγαν καἰ ξερὸ ψωμὶ ἔτρωγαν (ἐπὶ πτωχῶν οἱ ὁποῖοι ἀποκρύπτουν τὴν πενίαν των καὶ προσποιοῦνται ὅτι εὐωχοῦνται) πολλαχ. Συνών. ἀρνοβδομάδα, συγκόκκαλη. 2) ’Επιρρηματ., ἀτάκτως, ἀδιακρίτως, δίνω κάτω, φύρδην μίγδην (ἐκ τῆς σημ. τῆς καταλύσεως τῶν πάντων) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Σύμ.: Φρ. Τοὺ πῆρι ἄρτσ’-βούρτσε Ζαγόρ. Τρώει ἄρτσ᾽- βούρτσ’ αὐτόθ. Τὰ πῆρε ἄρτσε - βούρτσε (ἐπὶ σπατάλης) Ἤπ. Ἄρσι -μούρσι κάεται ὁ γιˬαλὸς σήμ-μερο (οἱ ἐν τῷ αἰγιαλῷ εὑρίσκονται εἰς ταραχὴν καὶ ἀναστάτωσιν, εἶναι ἄνω κάτω) Σύμ. β) Ἀγενῶς, ἀτίμως Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/