βαβὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαβὰ τό, σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Τσακων. βάβα Πόντ. (Οἰν.) βὰ Σκῦρ. βαβὰν Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) βοβὰν Πόντ. (Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη τῆς παιδικῆς γλώσσης.

Σημασιολογία

1) Πληγὴ σύνηθ. καὶ Τσακων.: Τὸ παιδὶ ἔκανε-ἔχει βαβά. Πονάει τὸ βαβά του σύνηθ. Ὁ ὅρκο μι ἔν’ ἔχου βαβὰ (τὸ προσφιλὲς παιδί μου ἔχει κτλ.) Τσακων. Ἔκανες βά, κοκόνα μου; ἔλα νὰ τὸ κάνω μπὰ νὰ περάσῃ Σκῦρ || Φρ. Ἔχει βαβά ἡ γλῶσσα μου (ἐμποδίζομαι νὰ ὁμιλήσω) Πελοπν. (Μάν.) Συνών. βαβάκι, βουβού, μιμί, μπουμπού. β) Ὁ πόνος τοῦ κτυπήματος ἢ τῆς πληγῆς: Ἔχει βαβά τὸ μικρό μου; πολλαχ. 2) Πληθ. βαβά, νεῦρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Φρ. Μὲ βαστοῦν dὰ βαβά μου (εὑρίσκομαι εἰς νευρικὴν κατάστασιν, εἶμαι ταραγμένος). Εἶναι’ς τὰ βαβά του (συνών. φρ. εἶναι ’ς τὰ νεῦρα του). 3) Βρέφος, νήπιον Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.): Ποῦ ἔν’ τὸ βοβάν; Συνών. βαβάκαν, βαβάκιν, βαβακίτσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/