βαβὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαβὰ ἡ, Ἄνδρ. Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ἄρτ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ. Καρδίτσ. Τρίκκ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Ἰόνιοι Νῆσ. (Λευκ. κ.ἀ.) Μακεδ. Σκῦρ. Στερελλ. (Ἀγρίν. Αἰτωλ. Δωρ.) κ.ἁ. βαβ-βὰ Λευκ. – Λεξ. Βλαστ. βάβα Κεφαλλ. Κύπρ. Μακεδ. (Πάγγ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Ἀγρίν. Αἰτωλ.) κ.ἀ. – ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 15, 188.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βαβά. Λέξις πεποιημένη κατὰ Κορ. Ἄτ. 5,29. Οὐχὶ ὀρθὴ ἡ γνώμη ὅτι ἡ λ. εἶναι Σλαβική. Πβ. GMeyer Neugr. Stud 2, 15 καὶ Miklosich Slav. Elem ἐν Sitzungsber. Wien. Akad 63, 539.

Σημασιολογία

1) Προμήτωρ Ἄνδρ. Εὔβ (Στρόπον.) Ἤπ. Θεσσ. (Καλαμπάκ. Καρδιτσ Τρίκκ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ Αἶν.) Ἰόνιοι Νῆσ. (Κεφαλλ. Λευκ κ.ἀ.) Μακεδ. Στερελλ (Ἀγρίν. Αἰτωλ. Δωρ.) κ.ἀ. – Λεξ. Βλαστ.: Μουλόγα μας, βάβα, πῶς ἕκανις τότι ποῦ ἤσ’ναν μικρή; Αἰτωλ. ‖ Παροιμ. Ἄν εἶχ’ ἡ βάβα μας ἀπαυτά, τὴν ἔλεγαν παπποῦ (ἐπὶ τῶν σὺν τῇ μορφῇ καὶ τὴν φύσιν μεταβαλλόντων) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν. Ἀλλεˬῶς, βαβά, τὸ κόσκινο, ἀλλεˬῶς καὶ τὸ πλαστήρι (ἐπὶ νεωτέρων αὐθαδῶς ἐπιχειρούντων νὰ συμβουλεύουν πρεσβυτέρους) Ἰόνιοι Νῆσ. Συνών βαβούλλω, βάβω 2, γιˬαγιˬά, καλὴ (ἰδ. καλός), καλομάννα, κυρά, κυρούλλα, λαλά, μάμμη, μαννή, μαννίτσα, νόννα. β) Προπάτωρ Λευκ. Συνών. παπποῦς. 2) Ἡ ἀδελφὴ τῆς προμήτορος Πελοπν (Ὀλυμπ.) 3) Τροφὸς Κύπρ Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρ 1,91 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «δουλεύω τὰ παιδία σου παρὰ βαβὰν καλλίστην». Συνών. βάβω 4, παραμάννα. 4) Μητρυιὰ Σκῦρ.: Τὸ καμένο ἔχει κατσὴ βαβὰ ταὶ κακοπερνᾷ. Οὕλοι οἱ βαβάδες τὸ ἴδιˬο ἔναι. 5) Πολὺ γραῖα Εὔβ (Στρόπον.) Ἤπ. (Ἄρτ.) Θεσσ. (Τρίκκ. κ.ἀ.) β) Πληθ. βάβις, αἱ τρεῖς τελευταῖαι ἡμέραι τοῦ Μαρτίου (ἡ σημ. στηρίζεται εἰς τὴν παράδοσιν περὶ τῆς γραίας βοσκοῦ ἡ ὁποία ὑπὸ τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ Μαρτίου ἐπάγωσε καὶ αὐτὴ καὶ τὸ ποίμνιόν της. Πβ. ΝΠολιτ Παραδ 1,168) Ἤπ. (Ἄρτ.) Θεσσ. κ.ἀ 6) Μαῖα Μακεδ. (Πάγγ.) Συνών. βάβω 5, βάγιˬα, μαμμή. 7) Κοιλία Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ὄλυμπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/