ἀρτυμὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτυμὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀρτυμὴ ἡ, πολλαχ. ἀρτεμὴ Πελοπν.(Κυνουρ.) ἀρτ’μὴ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κά) Θεσσ. Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκόπ. Σκῦρ. Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀρκυνὴ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀρτύνω.
Σημασιολογία
1) Ἄρτυμα φαγητοῦ, οἷον λίπος, βούτυρον, κρέας καὶ ἐν γένει πᾶν ὅ,τι ὡς καρύκευμα καθιστᾷ τὸ φαγητὸν λιπαρὸν καὶ νόστιμον πολλαχ. καὶ Τσακων.: Ρίχνω ἀρτυμὴ ’ς τὸ φαεῖ Πελοπν. (Καλαβρυτ.) Ἡ ἀρτυμὴ νοστιμεύει τὸ φαεῖ Ἰόνιοι Νῆσ. Δὲν ἔ᾽ ἀρτ’μὴ τοὺ φαεῖ Ζαγόρ. Δὲν ἔ’ ἀρτ’μὴ τοι σπίτ᾿ Θεσσ. Χωρὶς ἀρτυμὴ ἡ καρδιˬὰ δὲ στερεˬώνει Εὔβ. (Ὄρ.) || Φρ. Ἀρτυμὴ κ’ ἡ ρίγανη (ἐπὶ εὐτελῶν) Πελοπν. (Λακων.) Ἀρτυμὴ γιˬὰ πο͜ιὸ μαγέρεμα; (ἐπὶ τοῦ μεριμνῶντος περὶ τῶν περιττῶν ἐνῶ στερεῖται τῶν ἀναγκαίων) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. || Γνωμ. Ἄρτα ἀρτυμὴ τοῦ κόσμου (λογοπαίγνιον, διότι ἡ Ἄρτα προμηθεύει τὰ προϊόντα της εἰς μέγα μέρος τῆς ᾽Ηπείρου καὶ τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος) Πανδώρ. 9,341. β) Ἄρτυμα τῶν κολλύβων τῆς ἐκκλησίας, οἷον πεφρυγμένον ἄλευρον, μέλι, ζάχαρι, σεμιγδάλι κττ. Σκοπ. Σκῦρ. κ.ἀ. Βάνανι λί’ ἀρτ’μὴ ’ς τὰ κό'βα κὶ δὲν εἶνι καλὰ Σκοπ. 2) Ὄψον, προσφάγιον Εὔβ. (Κονίστρ. Κ.ἀ.) Πελοπν.(Δημητσάν. Καλαβρυτ. Τρίκκ. κ.ἀ.). Παροιμ. Πότ’ ἀβγό, πότε τυρί, | δὲ μᾶς λείπ’ ἡ ἀρτυμὴ (ἐπὶ τῶν λιτοβίων καὶ εἰρων. ἐπὶ τῶν πτωχαλαζόνων ἐπαινούντων τὰς δῆθεν πολυτελεῖς τραπέζας των) Δημητσάν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρτοσύνη 2. 3) Φαγητὸν μὴ νηστήσιμον, φαγητὸν πασχαλινὸν πολλαχ.: Τρώγω ἀρτυμὴ πολλαχ. Ἔφαγα ἀρτυμὴ (κατέλυσα τὴν νηστείαν φαγὼν ἀπηγορευμένον φαγητὸν) Λευκ. Πβ. ἄρτυμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA