γαˬιδουρολάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουρολάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαˬιδουρολάτης ὁ, σύνηθ. γαιˬδ’ρουλάτ’ς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαιˬδουρολάτρης Κύθηρ. γαιˬδουροάτα Τσακων. γαδουρολάτης Θήρ. κ. ἀ. γαιˬδαρολάτης Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. Θηλ. γαιˬδουρολάτισσα Πελοπν. (Καλὰβρυτ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –λάτης. Ἡ λ. πάντως καὶ μεσν. ὡς μαρτυρεῖ τὸ ἐπίσης μεσν. γαδουρολάτης. Πβ. Διήγησ. Παιδιόφρ. στ. 700 (ἔκδ. Wagner 165) «καὶ ἔγραφεν καὶ ὥριζεν πάντας γαδουρολὰτας | τοὺς ἔχοντας τὰ ὀνικὰ εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον». Τὸ γαιˬδουρολάτρης ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ λατρεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὁδηγῶν ὄνον, ὀνηλάτης σύνηθ.: Παροιμ. Ἄλλα λογαριˬάζ’ ὀ γάιδαρος κιˬ ἄλλα ὁ γαιˬδουρολάτης (ἐπὶ γενονότων ἀντιθέτων πρὸς τὰς προσδοκίας μας καὶ ὄχι εὐχαρίστων) σύνηθ. Ἀντὶ νὰ βογγάῃ ὁ γάιδαρος βογγάει ὁ γαιˬδουρολάτης Πελοπν. (Βασαρ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαιˬδουρᾶς 1. 2) Μεταφ. ἄνθρωπος ἔχων ἔργον ταπεινὸν καὶ ἐξηυτελισμένον Πελοπν. (Βούρβουρ.) κ. ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/