γιˬασεμὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬασεμὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬασεμὶ τό, γιˬασεμὶν Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) Τῆλ. Χίος (Πισπιλ.) γιˬασιμὶν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Τραπ.) Ρόδ. Σύμ. γιˬασεμὶ κοιν. γιˬασιμὶ Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἀστυπ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Πάργ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κῶς Λέρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ (Ἀρν. κ.ἀ.) Νάξ. (Μέλαν) Προπ. (Κύζ. Πέραμ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Σύμ. γιˬασ’μὶ Μακεδ. (Κολινδρ.) ’ιˬασιμὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀγιˬασιμὶ Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀγιˬασ’μὶ Μακεδ. (Καταφύγ.) γιˬανσεμὶ Κύθηρ. γιˬαρσεμὶ Κύθν. Πελοπν (Λακων.) γιˬασουμὶν Κύπρ. (Μένοικ.) Πόντ. γιˬασουμὶ Βιθυν. (Μουδαν.) Θρᾴκ. (Ξάνθ. Σουφλ.) Κύπρ. (Λευκωσ.) Κωνπλ. Νίσυρ. Προπ. (Μηχαν.)-Σ. Σκίπη, Σερεν. λουλουδ., 7- Λεξ. Βάιγ Πόππλετ Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. γιˬασομὶ Λεξ. Πόππλετ. Κορ. Ἄτακτ. 4,78 γιˬασμὲς Θεσσ. (Κρυόβρ.) διˬασεμὶ Εὔβ. (Κάρυστ. Πλατανιστ.) Θήρ. (Οἴα) διˬασιμὶ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Θήρ. Λῆμν. κ.ἀ. διˬασουμὶ Θήρ. διˬασίμι Φολέγ. γιˬασιμῆς ὁ, Χίος (Πυργ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yasemin = ἴασμος. Οἱ τύπ. γιˬασεμί, γιˬασομί, γιˬασουμὶ καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Διάφορα εἴδη τοῦ φυτοῦ ἰάσμου, τῆς οἰκογ. τῶν Ἐλαιιδῶν (Oleceae) καὶ ἰδίως: α) Ἴασμος ὁ θαμνώδης (Jasminum fructicans), β) Ἴασμος ὁ ταπεινὸς (Jasminum humile), γ) Ἴασμος ὁ μεγανθὴς (Jasminum grandiflorum) κοιν. καὶ Ποντ. (Τραπ. κ.ἀ.) καὶ δ) Ἴασμος ὁ συνεστραμμένος (Jasminum revolutum) ἔνθ’ ἀν.: Τί ὡραῖα ποὺ μυρίζουνε τὰ γιˬασεμιὰ Ἀθῆν. Τ’ ἄλογόμ-μου θὰ πάῃ μόνο dου νὰ δεθῇ ’ς τὸ γιασεμὶ (ἐκ παραμυθ.) Κάλυμν. Τὸ γιασεμὶ θέλει κοντόκλαδο ὅπως καὶ τὸ κλῆμα Πελοπν. (Γαργαλ.) || Γνωμ. Σπίτ’ μὶ διˬασιμὶ σπίτ’ χουρὶς τοὐν ἀφέντ’ (κατὰ λαΐκὴν πίστιν τὸ φυτὸν τοῦτο φέρει τὸν θάνατον τοῦ οἰκοδεσπότου) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) ᾌσμ. ’Σ τὸ γιασεμὶ χτίζω φωλιά, κιˬ ἄλλο πουλλὶ μὴ χτίσῃ, γιˬατ’ εῖ’ dὸ γιˬασεμὶ λε͜ιανὸ καὶ δὰ μᾶσε gρεμίσῃ Κρήτ. Περιπλεγμένογ-γιασιμὶ μέσα ’ς τὸ περιβόλιν, ἔτσι περίμπλεξα κ’ ἐγὼ μὲ μιˬαμ-μαναχοκόρην Κῶς Τὸ γιˬασεμὶ ’ς τὴ bόρτα σου ἦρθα νὰ dὸ κλαδέψω κ’ ἐνόμισ’ ἡ μαννούλα σου πῶς ἦρθα νὰ σὲ κλέψω Σίφν. Μᾶς πήρανε τὸ γιˬαρσεμὶ μὲ ὅλη του τὴ ρίζα, π’ ἁπλώναμε τὰ ροῦχα μας κι ἀνθίζα καὶ μυρίζα Κύθν. Πᾶρε, πουλλί μου, ἀπομονή, νά ’χω τσαὶ ’γὼ ἐλπίδα τσαὶ μὲ τσαιρὸ τὸ διˬασιμὶ ἀθεῖ τσαὶ βγάζει φύλλα Θήρ. Ἐμίσεψε τὸ ’ιˬασιμὶ καὶ σοῦ ’φηκ’ ἕνα gλῶνο ἀνέμενέ με, μάννα μου, ἀκόμα ἕνα χρόνο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γαμπρὸς εἶναι τὸ γιˬασουμὶ κ’ ἡ νύφη τὸ ζιμπούλι κιˬ ὁ σύντεκνος γαρουφαλιὰ μὲ τὴ γενιˬά του οὕλη Προπ. (Μηχαν.) 2) Τὸ ἄνθος τοῦ φυτοῦ ἰἀσμου, λευκοῦ χρώματος καὶ ὀσμῆς εὐώδους καὶ λίαν εὐαρέστου κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): ᾌσμ. Τὰ γιασεμιὰ bελόνιαζα μὲ μιˬὰ κλωνιˬὰ μετάξι, σὰν ἄργε͜ιες νά ’ρθῃς νὰ σὲ δῶ, τὰ πέταξα ’ς τὰ δάση Κρήτ. (Βάμ.) Ἄσπρο κατάσπρο γιˬασουμὶ καὶ κρυσταλλένιˬα βρύση κατέβασε κρύο νερό, νὰ πιˬῇ τὸ κυπαρίσσι Νίσυρ. Ὁ μισεμός σου μ’ ἔκανε κιˬ ὁ μισεμός σου μ’ ἔχει σὰ ᾿ιˬασεμὶ ποὺ μαραθῇ καὶ μυρωδιὰ δὲν ἔχει Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σήμιρα τ᾿ ἄσπρο διˬασιμὶ βγῆκι νὰ σιριˬανίσῃ, Θέ μου, κὶ κάνι συννιφιˬά, ἥλιους μὴ dοὺ μαυρίσῃ! Λῆμν. || Η Ποίημ. Γέμισε ὁ φράχτης γιˬασεμιˬὰ κ᾿ ἡ στέρνα γέμισε ἄστρα Ι. Παναγιωτὀπ. εἰς Ἀνθολ Η. Ἀποστολίδ., 324. Ἡ λ. καὶ ὡς κύρ. ὀν. γυν. ὑπὸ τύπ. Γιˬασεμὴ πολλαχ. καὶ ὡς ἀρσ. Γιˬασεμῆς Προπ. (Μαρμαρ.) Χίος (Βροντ.), Γιˬασιμῆς Θρᾴκ (Μάδυτ. κ.ἀ.), ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬασεμῆς Ἀθῆν. Σίφν. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τύπ. Ἰασιμῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA